- κροτάλων
- κρόταλονclapperneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κροτάλων — Κρόταλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραμβαλιαστύς — κραμβαλιαστύς, ύος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) δυνατό γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραμβαλίζω «ασωτεύω» κατά τα παρ. τών ρ. σε ιάζω + κατάλ. τύς (πρβλ. ασπασ τύς, γελαστ τύς), πιθ. κατ επίδραση τού κρεμβαλιαστύς «χορός στον ήχο τών κροτάλων» <… … Dictionary of Greek
κρεμβαλιαστύς — κρεμβαλιαστύς, ύος, ἡ (Α) η τήρηση τού χρόνου κατά την όρχηση με κρούση τών κροτάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κρεμβαλιάζω] … Dictionary of Greek
κροταλίζω — και κροταλώ και κροταλιώ και κουρταλώ (AM κροταλίζω, Μ και κρουταλίζω και κουρταλίζω) [κρόταλον] 1. παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα ή κάνω κάτι για να παραχθεί ήχος όμοιος με εκείνον τών κροτάλων («αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι… … Dictionary of Greek
χειροτυπής — ές, Α αυτός που παράγεται από χτύπημα με το χέρι («κροτάλων χειροτυπὴς πάταγος», Μελέαγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. στερνο τυπής] … Dictionary of Greek
καστανιέτες — (castanetas). Κρουστό μουσικό όργανο ισπανικής καταγωγής, της οικογένειας των ιδιοφώνων. Οι κ. αποτελούνται από δύο ζευγάρια ξύλινα κρόταλα, η μορφή των οποίων μοιάζει με το εξωτερικό περικάλυμμα του κάστανου, δηλαδή είναι στρογγυλά και κοίλα. Το … Dictionary of Greek
κροτάλισμα — το, ατος και κροταλισμός, ο σύγκρουση των κροτάλων και ο κρότος που δημιουργείται απ αυτή, πλατάγισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κροταλίζω — και κροταλώ 1. κάνω κρότο με τη σύγκρουση κροτάλων. 2. κάνω κάτι να κροταλίσει: Κροταλίζω τη γλώσσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)